- εὐδιακόσμητος
- εὐδια-κόσμητος, ον,A easy to arrange, Id.8.34.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδιακόσμητος — εὐδιακόσμητος, ον (Α) αυτός που εύκολα τακτοποιείται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διακοσμώ] … Dictionary of Greek
εὐδιακόσμητον — εὐδιακόσμητος easy to arrange masc/fem acc sg εὐδιακόσμητος easy to arrange neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιακόσμητα — εὐδιακόσμητος easy to arrange neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)